Νύχτα ήταν. Μια νύχτα δύσκολη για τον Ιακώβ, γεμάτη αγωνία και φόβο. Προχωρούσε κατά την προσταγή του Θεού με όλη του την οικογένεια, τους δούλους και τα υποστατικά του προς την πατρίδα του, τη Χαναάν.
Νύχτα ήταν. Μια νύχτα δύσκολη για τον Ιακώβ, γεμάτη αγωνία και φόβο. Προχωρούσε κατά την προσταγή του Θεού με όλη του την οικογένεια, τους δούλους και τα υποστατικά του προς την πατρίδα του, τη Χαναάν.
Εδώ επιτελείται το μυστήριο της σωτηρίας των ανθρώπων: Ο Χριστός και Θεός, διαφεύγοντας την προσοχή των υπερκοσμίων επιγείων δυνάμεων, ενανθρώπησε και μας ξανακάνει δικούς του.
Στο διαγωνισμό που διοργάνωσε ένα ιστορικό περιοδικό της Μόσχας για το καλύτερο διήγημα που θα αφορούσε την εποχή του ρωσογερμανικού πολέμου, κρίθηκε ως καλύτερο το ακόλουθο.
Τριγυρίζουμε έξω διαρκώς… Πότε για τους ανθρώπους τους δικούς μας και τους άλλους της άλλης γειτονιάς, πότε θηρεύοντας πτυχία και γνώσεις δίχως σταματημό, πότε για τους σκόλοπες που αφήνει πίσω του κληρονομιά ο χρόνος, και πότε γιατί έτσι συνηθίσαμε να κυλά η ζωή μας…
Κάποτε ο Κύριος στράφηκε και κοίταξε τον όχλο που Τον ακολουθούσε. Ένας ολόκληρος λαός. Μεγάλος αριθμός. Κι έπειτα στράφηκε στους δώδεκα: «Πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι;» (Ιω. Ϛ΄ 5). Η πιο αυθόρμητη απορία. Όσο καλή κι αν ήταν η διάθεση των μα- θητών, σκόνταψε πάνω στο πιο λογικό ερώτημα. Σαν να παίζει ο Κύριος […]
Στις μυροφόρες, που ούτε καν υποψιάζονταν την Ανάστασή Του. Στους κλειδαμπαρωμένους από τον φόβο μαθητές. Στον Πέτρο, που Τον πρόδωσε. Στον Θωμά, που είχε θρασείες απαιτήσεις.
Περπατούσα ανόρεχτος στο δρόμο. Μια θλίψη μέσα μου να με τρώει. Θλίψη και συνάμα παράπονο - αγανάκτηση να πω; Κάτι αδικαίωτο. Ναι, αδικαίωτο, γιατί ένιωθα κανείς να μη με καταλαβαίνει. Κανείς!
Κόπωση, έλλειμμα οράματος, παραίτηση, επιθετικότητα και θυμός ειδικά στ’ αγόρια, χαμηλή αυτοεκτίμηση και κατάθλιψη ειδικά στα κορίτσια, κάποια από τα αποτελέσματα τελευταίας έρευνας για τις επιπτώσεις της πανδημίας στα παιδιά.
Πάντοτε θεωρούσα τον εαυτό μου «τυχερό» για την υγεία και αρτιμέλεια. Κάθε που συναντούσα κάποιον που δεν απολάμβανε αυτά τα δώρα, ίσως πηγαία να σήκωνα τότε το βλέμμα μου στον ουρανό με ευγνωμοσύνη. Και κάθε που περπατώντας στο δρόμο συναντούσα ανάπηρους ζητιάνους ή παιδιά καταδικασμένα στην αθλιότητα, καρφωνόταν το αγκάθι στη σκέψη: Γιατί; Γιατί αυτή […]
Έχεις νιώσει ποτέ να αγγίζεις τα όρια; Τα όρια μιας φιλίας, της οικογένειας, τα δικά σου όρια, που σε εξουθενώνουν, σε κάνουν να σέρνεσαι στη γη.