Στο διαγωνισμό που διοργάνωσε ένα ιστορικό περιοδικό της Μόσχας για το καλύτερο διήγημα που θα αφορούσε την εποχή του ρωσογερμανικού πολέμου, κρίθηκε ως καλύτερο το ακόλουθο:
Από τις πιο σκληρές μάχες στον ρωσογερμανικό πόλεμο 1941-1945 ήταν η λεγόμενη μάχη του Κούρσκ (πόλη στο νοτιοδυτικό μέρος της Ρωσίας).
Για όλη μου τη ζωή θα θυμάμαι την ημερομηνία, 23-11-1941, όταν πολεμούσα στο Κούρσκ. Μας είχαν περικυκλώσει τότε οι Γερμανοί και, για να μας εξοντώσουν όλους, πυροβολούσαν συνέχεια στο τετράγωνο που ήμαστε. Έτρεμε η γη από τις βόμβες κι ο ουρανός δεν φαινόταν από τους καπνούς. Πραγματική κόλαση. Όταν νύκτωσε, σταμάτησαν οι πυροβολισμοί. Τότε άρχισε να ψιλοβρέχει. Οι λίγοι από μας που είχαμε επιβιώσει σ᾽ αυτή τη μάχη, κατάκοποι, ταλαιπωρημένοι, προσπαθούσαμε να κρυφτούμε κάπου στα κοντινά δάση. Σε μια χαράδρα βρήκαμε κι άλλους στρατιώτες, στην ίδια άθλια κατάσταση. Όλοι συνολικά ήμαστε 13 άτομα. Ανάμεσά μας ήταν κι ένας αξιωματικός, ο οποίος καταγόταν από τη Σιβηρία. Συσπειρωθήκαμε γύρω του και περιμέναμε με προσοχή τις διαταγές του. Φωτιά δεν μπορούσαμε να ανάψουμε για να προστατευθούμε από το κρύο, από τον φόβο μήπως μας εντοπίσουν οι Γερμανοί.
Ξαφνικά, ακούμε δυνατή τη φωνή του αξιωματικού:
-Αδέλφια (δεν μας είπε, «σύντροφοι στρατιώτες», όπως ήταν ο κανόνας, όταν απευθυνόταν ένας αξιωματικός στους στρατιώτες). Ποιος από σας γνωρίζει κάποιες προσευχές;
-Εγώ γνωρίζω, απάντησα. Με λένε Νικόλαο. Γνωρίζω προσευχές για τον άγιο Νικόλαο.
-Εμένα με λένε Γεώργιο, είπε ο αξιωματικός. Λοιπόν, αδέλφια, μαζί μας τώρα έχουμε δυο αγίους. Θα αρχίσουμε όλοι μαζί να προσευχόμαστε και να ζητούμε τη βοήθεια τους.
Άρχισε πρώτος αυτός να λέει την προσευχή προς τον άγιο Γεώργιο. Την επαναλάμβανα με σιγανή φωνή. Οι υπόλοιποι γονάτισαν και επαναλάμβαναν και αυτοί τα λόγια της προσευχής.
Και τότε, ξαφνικά, βλέπουμε πίσω από τα έλατα που κρυβόμασταν φως σ᾽ ένα καλυβάκι. Προχωρήσαμε προς τα κει, πολύ προσεκτικά. Χτυπήσαμε σιγά την πόρτα. Μας άνοιξε ένας γέροντας με άσπρα μαλλιά. Μπήκαμε, χωρίς να τον ρωτήσουμε ποιος είναι. Καταλάβαμε ότι είναι μάλλον κάποιος δασοκόμος της περιοχής. Στο καλυβάκι υπήρχε αρκετή ζέστη.
-Αυτό το σεμνό καταφύγιο μπορώ μόνο να σας προσφέρω, μας είπε με χαμόγελο ο γέροντας, και για κέρασμα ζεστό νερό και παξιμαδάκια. Να κοιμηθείτε χάμω στα άχυρα.
Ζεσταθήκαμε, ήπιαμε νερό, φάγαμε τα παξιμαδάκια και κοιμηθήκαμε χάμω. Όταν το πρωί ξυπνήσαμε, διαπιστώσαμε ότι κοιμόμαστε στο χώμα της χαράδρας που κρυβόμασταν. Κανένα καλυβάκι δεν υπήρχε. Ο αξιωματικός δόξασε τον Θεό για τη θαυμαστή διανυκτέρευση και μας είπε:
-Λοιπόν, αδέλφια, από δω και μπρος να μην ξεχνάτε ποτέ τον Θεό, να υπερασπίζετε την ορθόδοξη πίστη, να θυμάστε αυτές τις προσευχές και να προσεύχεται ο ένας για τον άλλο μέχρι το τέλος της ζωής του. Τα λόγια του τα θεωρήσαμε ως δεύτερο όρκο του στρατιώτη. Κι έπειτα ξεκινήσαμε σιγά-σιγά, ο ένας πίσω από τον άλλο, 15 περίπου χιλιόμετρα στα δάση και τα λαγκάδια, και την ίδια κιόλας ημέρα όλοι εμείς, τα 13 άτομα, βρήκαμε το τάγμα μας. Σωθήκαμε.
Οι Άγιοί μας τόσο κοντά μας και χθες και σήμερα και πάντοτε. Έτοιμοι, πρόθυμοι ν᾽ ακούσουν την προσευχή του αμαρτωλού και του αγίου, του μικρού και του μεγάλου. Όλοι χωράμε στην αγάπη τους, για όλους υπάρχει θέση στο έλεος του αγίου Θεού.
Ναταλία Γ. Νικολάου, Μόσχα
Τεύχος Νοεμβρίου 2023