Είμαι εγγονή ενός παππού που έδωσε μάχες στ᾿ αλβανικά βουνά. Γύρισε με ένα χέρι. Μεγάλωσε τα παιδιά του γράφοντας με το μοναδικό του χέρι σελίδες ιστορίας που δεν τις είχαν τα βιβλία των παιδιών του.
Είμαι εγγονή ενός παππού που έδωσε μάχες στ᾿ αλβανικά βουνά. Γύρισε με ένα χέρι. Μεγάλωσε τα παιδιά του γράφοντας με το μοναδικό του χέρι σελίδες ιστορίας που δεν τις είχαν τα βιβλία των παιδιών του.
Ξημερώματα Πέμπτης, 12 Οκτωβρίου 1944, οι Γερμανοί αποχωρούν από την Αθήνα, μετά από 1.625 μέρες κατοχής. Από την Ελλάδα αναγκάζονται βιαστικά να αποχωρήσουν. Έχουν προηγηθεί η συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία και η προέλαση του Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια.
Ένα ηλιόλουστο πρωινό επισκεφθήκαμε με τους μαθητές του σχολείου ελληνικής γλώσσας της ελληνικής κοινότητας Μόσχας, επ᾽ ευκαιρία του μαθήματος «Ορθόδοξος Ναός», την έκθεση φωτογραφιών παλαιών εκκλησιών της Ρωσίας, μνημείων ιστορίας και πολιτισμού.
Χωρίς να χάσει καιρό ο Σαβάρς Καραπετιάν κολυμπά μέχρι εκείνο το σημείο και βουτά σε βάθος 10 μέτρων για να βρει το τρόλεϊ που είναι βυθισμένο και σχεδόν αόρατο από τη λάσπη που είχε σηκωθεί.
Ποιος άραγε δεν έχει ζηλέψει ανθρώπους που γεννιούνται με εξαιρετικά χαρίσματα;
Ποιος δεν έχει με πόνο αναρωτηθεί: «γιατί εκείνος κι όχι εγώ»;
Ήταν εκείνα τα χρόνια τα σκληρά του 1945-1949. Χρόνια που λες να μην ξανάρθουν ποτέ, σε κανέναν λαό, σε καμιά ιστορία. Ματωμένα χρόνια.
«Η κοκκινοσκουφίτσα γλύτωσε από τον κακό λύκο και άρχισε να σκοτώνει ξανά και ξανά τη γιαγιά της, ώστε να κληρονομεί άπειρες φορές την περιουσία της».
Νύχτα ήταν. Μια νύχτα δύσκολη για τον Ιακώβ, γεμάτη αγωνία και φόβο. Προχωρούσε κατά την προσταγή του Θεού με όλη του την οικογένεια, τους δούλους και τα υποστατικά του προς την πατρίδα του, τη Χαναάν.
Η υπόσχεση του Κυρίου προς τους μαθητές Του ολοκληρώνεται με την έσχατη πράξη του κύκλου της Θείας Οικονομίας, το δώρο του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής.
Ήταν νύχτα ακόμα όταν ξεκίνησαν. Τις είχε ξυπνήσει αυτός, πριν από τα κοκόρια της αυγής. Αυτός που δεν τις είχε αφήσει καλά-καλά ούτε μάτι να κλείσουν. Γιατί κι όταν ακόμα το προσπάθησαν, δεν τις άφηνε σε ησυχία! Ήταν τόσο ισχυρός, τόσο αδιάκοπος αυτός ο θόρυβος.