+302103617566

28 Ιανουαρίου 2025

Υπάρχει εγώ χωρίς εσύ;

Ανάλογη προς τις διακρίσεις μεταξύ ατόμου και προσώπου, που αναπτύξαμε σε προηγούμενο σημείωμα, είναι και η έννοια της ελευθερίας. Στην έννοια του ατόμου ελευθερία θεωρείται η ικανότητά του να θέτει όρια γύρω από τον εαυτό του, να αυτοβεβαιώνεται. Το πρόσωπο, αντιθέτως, βιώνει την ελευθερία ως ικανότητα να «ἐξ-ἵσταται», να υπερβαίνει τα όριά του, να έρχεται σε κοινωνία με τον άλλο και τελικά να βεβαιώνει την ύπαρξη και την ετερότητά του διά μέσου του άλλου. Είναι παράδοξο, αλλά αληθινό, ότι χωρίς το «Συ», το οποίο βεβαιώνει την ύπαρξη του «Εγώ», το τελευταίο δεν έχει νόημα, αφανίζεται, παύει να υπάρχει.

Το ζητούμενο, λοιπόν, σε μια κοινωνία και έναν πολιτισμό προσώπων είναι μια κοινωνία, η οποία δεν είναι άθροισμα ατόμων αυτοβεβαιουμένων και αυτοκαθοριζομένων, αλλά πλέγμα σχέσεων, μέσα από τις οποίες αναδύεται η απόλυτη ετερότητα των προσώπων. Το δίκαιο του προσώπου δεν στηρίζεται ούτε στο φυσικό δίκαιο ούτε στη συμβατική και στο βάθος ωφελιμιστική αναγκαιότητα της κοινωνικής οργανώσεως, αλλά σε μια οντολογία σχέσεως, χωρίς την οποία τίποτε δεν υφίσταται ως ελεύθερη ύπαρξη. Ο λόγος του Θεού διά του απ. Παύλου –ο οποίος ήταν βαθύς γνώστης της νομικής παιδείας, της φιλοσοφίας και της θεολογίας– έρχεται να επιβεβαιώσει τη σημασία του προσώπου στην κοινωνία της Εκκλησίας. Στην προς Γαλάτας επιστολή του λέει χαρακτηριστικά: «Ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ΄ 28). Στην ίδια δε επιστολή, υπογραμμίζοντας ουσιαστικά ότι το πρόσωπο βεβαιώνει την ύπαρξη και την ετερότητά του διά μέσου του άλλου, γράφει: «Ο γαρ πας νόμος εν ενί λόγω πληρούται, εν τω αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Γαλ. ε΄ 14). Αυτή είναι η θέση της Εκκλησίας για την κοινωνία των μελών της: Το πρόσωπο νοείται ως σχέση.

Στο σημείο αυτό είναι η κατάλληλη στιγμή να προσεγγίσουμε περισσότερο την έννοια των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η κρατούσα έννοια αυτών στα ισχύοντα Συντάγματα της Δύσεως, στα οποία περιλαμβάνεται και αυτό της χώρας μας, προϋποθέτει την έννοια του προσώπου ως ατόμου, όπως αυτή αναπτύχθηκε στη Δύση. Η ατομοκρατική αυτή θεώρηση του προσώπου δημιουργεί, όπως είναι φυσικό, την ανάγκη περιορισμών της προσωπικής ατομικής ελευθερίας σε μια οργανωμένη κοινωνία. Έτσι το ισχύον Σύνταγμα, στο άρθρο 5 παρ. 1, προστατεύει το δικαίωμα του ατόμου να αναπτύσσει ελευθέρως την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη. Οι τρεις αυτοί περιορισμοί, και μάλιστα ο πρώτος και ο τρίτος, αποδεικνύουν πόσο προβληματική είναι η ατομοκρατική θεώρηση της έννοιας του προσώπου στο δίκαιο. Συγκεκριμένα, ως προς τον πρώτο περιορισμό, το ερώτημα παραμένει πάντοτε, με ποιον τρόπο μπορούν να οριοθετηθούν τα δικαιώματα των άλλων, όταν πρόκειται για αυτοκαθορισμό και όχι ετεροκαθορισμό του προσώπου. Πράγματι, γεννώνται ενδεικτικά τα εξής θεμελιώδη προβλήματα:

α) Το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως στη ζωή ή στον θάνατο (αυτοκτονία) παραβιάζει ή όχι τα δικαιώματα των άλλων, συγγενών, φίλων και γενικά προσώπων που συνδέονται με δεσμούς αγάπης ή και ανάγκης, όπως γονείς, τέκνα κλπ. με τον αυτόχειρα; Πως μπορεί να οριοθετηθεί το δικαίωμα των άλλων, αν το πρόσωπο δεν νοηθεί ως σχέση; «Η γυνή του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ᾿ ο ανήρ· ομοίως δε και ο ανήρ του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ᾿ η γυνή (Α΄ Κορ. ζ΄ 4) γράφει ο απ. Παύλος. Και κάτι υψηλότερο: «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματός εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών; ηγοράσθητε γαρ τιμής» (Α΄ Κορ. στ΄ 19-20).

β) Το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του σώματος προ του θανάτου ή και μετά τον θάνατο δεν είναι άσχετο με τα δικαιώματα των άλλων. Το σώμα είναι το φρούριο και το οχυρό του «εγώ» σε μια ατομοκρατική θεώρηση του ανθρώπου, αλλά για το πρόσωπο είναι το μέσον με το οποίο ο άνθρωπος κοινωνεί με τους άλλους. Τα σώματά μας ανήκουν και στους άλλους, δεν μπορούμε να τα μεταχειριζόμαστε σαν ατομική ιδιοκτησία. Εάν το κριτήριο της σχέσεώς μας με τους άλλους, δηλαδή το πρόσωπο ως σχέση, εφαρμοστεί στη διάθεση του σώματός μας σε κάθε περίπτωση, τότε κάθε διάθεση του σώματός μας είτε εν ζωή είτε μετά θάνατον χάριν των άλλων εκφεύγει από την κατηγορία του ατόμου και εμπίπτει σε εκείνη του προσώπου. Με αφετηρία τη σκέψη αυτή γίνεται εμφανής η ριζική διαφορά μεταξύ αυτοκτονίας και αυτοθυσίας. Έτσι, ενώ η Εκκλησία καταδικάζει την αυτοκτονία, γιατί προέρχεται από μια στάση ατομοκρατική, αντιθέτως επαινεί την αυτοθυσία (παρά το ότι και αυτή αντικειμενικά είναι αυτοκτονία), γιατί γίνεται χάριν των άλλων.

γ) Παρεμφερές είναι και το δικαίωμα της αμβλώσεως από τη γυναίκα. Από την άποψη του ατόμου η γυναίκα φαίνεται να έχει το δικαίωμα να εξουσιάζει το σώμα της μέχρι του σημείου να διακόπτει, εάν το επιθυμεί, την κύηση. Αλλά γεννάται το ερώτημα εάν αυτό δεν προσκρούει στα δικαιώματα του άλλου, που είναι στην περίπτωση αυτή το κυοφορούμενο έμβρυο. Η κρατούσα ατομοκρατική αντίληψη περί προσώπου θέτει ως προϋπόθεση του να είναι κανείς πρόσωπο, σύμφωνα με τη φιλοσοφία που επικρατεί στη Δύση, την ικανότητα της συνειδητότητας. Έτσι αμφισβητείται από πολλούς το πρόσωπο του εμβρύου με την αυθαίρετη υπόθεση ότι δεν έχει συνειδητότητα. Όμως το έμβρυο αποκρίνεται σε εξωτερικά ερεθίσματα, όχι μόνο με αντανακλαστικές αλλά και συναισθηματικές αντιδράσεις: «εσκίρτησε το βρέφος εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία μου» λέει η Ελισάβετ στη Μαριάμ (Λουκ. α΄ 44). Η ορθόδοξη άποψη είναι ότι το έμβρυο εμψυχούται από τη στιγμή της σύλληψης. Το κυοφορούμενο έμβρυο είναι από τη σύλληψή του μια ταυτότητα σχέσεως όχι απλώς δυνάμει αλλά ενεργεία. Η άμβλωση δε, δεν είναι απλώς τραυματισμός της οφειλόμενης σχέσης αγάπης, αλλά φόνος.

Ο Θεός, το κατ᾿ εξοχήν Πρόσωπο, «αγάπη εστίν» (Α΄ Ιω. δ΄ 16) και εμείς απεγκλωβιζόμαστε από την εγωιστική αυτοβεβαίωση του ατομικισμού και καταξιωνόμαστε ως πρόσωπα «κατ᾿ εικόνα Θεού» μόνο μέσω της «σχέσεως», δηλαδή της ανιδιοτελούς αγάπης.

του Ιωσήφ Τσαλαγανίδη
επίτιμου Προέδρου Αρείου Πάγου

Τεύχος Ιανουαρίου 2025

© 2025 Σύλλογος Ορθ. Ιερ. Δράσεως «Ο Μέγας Βασίλειος»