Ήταν εκείνα τα χρόνια τα σκληρά του 1945-1949. Χρόνια που λες να μην ξανάρθουν ποτέ, σε κανέναν λαό, σε καμιά ιστορία. Ματωμένα χρόνια. Ήταν τότε, σε μια από εκείνες τις φρικτές μάχες, κι ο Νικόλας, σαν ένιωσε το πυρωμένο βόλι στα σπλάχνα του, καυτό σίδερο σταλμένο από ξενοκίνητα αδελφικά χέρια, μόνο μια φράση πρόλαβε να πει: «Παναγία μου!». Και το μόνο που μπόρεσε ν᾿ ακούσει μέσα σ᾿ εκείνον τον χαλασμό, ήταν μια γλυκιά γυναικεία φωνή να του απαντάει σταθερά: «Είμαι εδώ». Ύστερα έχασε τις αισθήσεις του. Τα υπόλοιπα του τα διηγήθηκαν οι άλλοι.
Σαν τέλειωσε εκείνο το κακό, τον μάζεψαν και αυτόν οι τραυματιοφορείς. Τον πήγαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Ο γιατρός, σαν τον είδε, είπε να τον αφήσουν σε μια άκρη του διαδρόμου, εκεί που άφηναν τους ετοιμοθάνατους. Έτσι κι αλλιώς ξοφλημένος ήταν. Το θραύσμα της οβίδας τον είχε πλήξει καίρια στην κοιλιακή χώρα. Καιρός για χάσιμο δεν υπήρχε. Έπρεπε να βιαστούν, να σώσουν όσους είχαν πιθανότητες να ζήσουν. Για τον Νικόλα, όπως και για πολλούς άλλους, ελπίδα δεν υπήρχε.
Μα σαν πέρασε την άλλη μέρα από τον διάδρομο ο γιατρός και τον βρήκε να ζει ακόμη, είπε να τον πάρουν στο χειρουργείο. Κι εκείνη που του είχε φωνάξει δυνατά, σαν έπεφτε πληγωμένος, το «Είμαι εδώ», έκανε το θαύμα της.
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Ο Νικόλας μεγάλωσε παιδιά, είδε εγγόνια. Τα παιδιά του και τα εγγόνια του τον θυμούνται να στέκει μπρος στην εικόνα της Παναγιάς, στη μεγάλη σάλα. Να της σιγοκουβεντιάζει. Να της μιλάει, όπως το μικρό παιδί στη μάνα. Κι έζησε ο Νικόλας μια ζωή γεμάτη μέσα στη δική της παρουσία.
Και κάθε φορά, σαν διηγούνταν τη χιλιοειπωμένη πια εκείνη ιστορία σε παιδιά και εγγόνια, γέμιζαν δάκρυα τα γέρικα μάτια του. Και πως να μη δακρύζει, σαν θυμόταν πως τότε, στου πολέμου την αντάρα, τότε που φαίνονταν πως όλα ήταν χαμένα, λίγο πριν σβήσει ο κόσμος από εμπρός του, άκουσε τη φωνή της, τη φωνή της μεγάλης Μάνας, να του φωνάζει δυνατά:
«Είμαι εδώ».
Τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2024