Μια ιστορική συνάντηση, προάγγελος της Επανάστασης του 1821.
Είμαστε στα 1806. Ο Αλή Πασάς, εκμεταλλευόμενος τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Πύλης, θα προσπαθήσει να εφαρμόσει τα επεκτατικά του σχέδια για τα Επτάνησα, με πρώτο στόχο την άλωση της Λευκάδας.
Τα Επτάνησα, και πιο πολύ η Λευκάδα, στάθηκαν σ᾽ αυτά τα δύσκολα για τον Ελληνισμό χρόνια, το πιο κοντινό και το πιο σίγουρο καταφύγιο και ορμητήριο των αδούλωτων κλεφτών και αρματωλών,και ως εκ τούτου ήταν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τα επεκτατικά σχέδια του Αλή Πασά, και έπρεπε με κάθε τρόπο το εμπόδιο αυτό να εκλείψει.
Ο Αλή Πασάς απειλούσε με πανστρατιά Τουρκαλβανών «ίνα επιπέση κατά της Λευκάδος, υποσχόμενος εις τας αγρίας ορδάς του,γέρας της νίκης, τας γυναίκας και τας περιουσίας των Λευκαδίων και ομνύων επί του Κορανίου, ότι θα διέτεμνε τας κοιλίας των μητέρων, ίνα μη υπάρξη ουδ᾽ εν τω μέλλοντι ίχνος των εχθρών του και ότι εν Λευκάδι δεν θα έμενε λίθος επί λίθον…».
Εν μέσω αυτής της απελπιστικής καταστάσεως, με το νησί ολότελα αποκλεισμένο από τη στεριά και την επικείμενη κατάληψή του από μέρα σε μέρα, τον Μάιο του 1807 από τη Γερουσία της Επτανήσου Πολιτείας, ο μόλις 31ετών Ιωάννης Καποδίστριας «διετάσσετο να μεταβή αμέσως εις την Λευκάδα, ως έκτακτος αρμοστής της Κυβερνήσεως, εντεταλμένος ίνα προνοήση περί παντός μέτρου,αναγκαίου διά την άμυναν της νήσου». Τον συνόδευαν Κερκυραίοι ευπατρίδες και επικεφαλής σώματος εθελοντών Σουλιωτών ο πρώην Επίσκοπος Άρτας Ιγνάτιος, «αντικαταστήσας την ποιμαντορικήν ράβδον διά της σπάθης του οπλαρχηγού».
Τον Ιγνάτιο δέχτηκε στη Λευκάδα ο Μητροπολίτης Παρθένιος Κονιδάρης, ψυχή της άμυνας της Λευκάδας, που ακούραστος δραστηριοποιούνταν στην πόλη και στα χωριά για την οργάνωσή τους.
Το στρατηγικό μυαλό του Καποδίστρια οργάνωσε αντιπερισπασμό στα νώτα του Αλή,για να απαλλάξει τη Λευκάδα από την πολιορκία. Συντονίζοντας με τον Ιγνάτιο τις επιθέσεις του Μπότσαρη, του Κατσαντώνη,των Τζαβελαίων και άλλων, πέτυχε η μισή δύναμη του Αλή να αποσπασθεί. Συγχρόνως ο Καποδίστριας δημιούργησε και ναυτική δύναμη, μισθώνοντας εννέα πλοία, για να αφήνουν ανοιχτά τα θαλάσσια περάσματα.
Στο ένα μάλιστα ηγείτο ο Κολοκοτρώνης. Διέταξε τον μηχανικό ακόλουθό του Μισσώ «να περιέλθη την νήσον και να υποβάλη εν τάχει σχέδιον πλήρους οχυρώσεως αυτής, παρήγγειλε δε εις τας αδελφάς νήσους να συνδράμωσι την Λευκάδα δι᾽ εθελοντών, διάχρημάτων και υλικών διά την οχύρωσιν…».
Μέσα σ᾽ αυτήν την κρίσιμη κατάσταση στις5 ή 6 Ιουλίου 1807 αποβιβάστηκαν στη Λευκάδα στην θέση «Μαγεμένο» πάνω από 400κλέφτες που πολεμούσαν ως τότε στα νώτα του Αλή, με επικεφαλής τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κατσαντώνη. Έρχονταν καλεσμένοι για να βοηθήσουν στην άμυνα του νησιού. Την επομένη του ερχομού τους, στο χώρο που αποβιβάστηκαν και στρατοπέδευσαν έγινε συμπόσιο, στο οποίο παρακάθησαν μαζί με τον Καποδίστρια, τον Ιγνάτιο Άρτης, τον στρατηγό Εμ. Παπαδόπουλο,πολλοί από τους διασημότερους κλέφτες της ηρωικής εκείνης εποχής με τα παλληκάρια τους. Το συμπόσιο αυτό έδωσε την ευκαιρία για ενθουσιώδεις πατριωτικές εκδηλώσεις. Τη συγκέντρωση στου Μαγεμένου περιγράφει ο ίδιος ο Καποδίστριας στην από 8.7.1807 αναφορά του στην Κυβέρνηση:
«Την επιούσαν της αφίξεώς των, ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος, καίτοι ασθενής και καταβεβλημένος εκ των κόπων, προσήλθε και ούτος εις την θέσιν “Μαγευμένος” και κατεσκήνωσεν εν μέσω 400 και πλέον αγωνιστών. Η ημέρα ήτο εκτάκτως ωραία. Υπό την σκιάν μεγάλης και πολυκλάδου καρυάς ο ως άνω Ιεράρχης και εγώ μετά του ανδρείου Μπότσαρη, του αρειμανίου Κατσαντώνη και των άλλων οπλαρχηγών, των οποίων δεν είναι εύκολον να διακρατήσω τα περίεργα ονόματα, ελάβομεν θέσιν εν μέσω του κύκλου, ον είχον σχηματίσει οι γενναίοι οπαδοί των.
Τας πρωινάς ώρας μέχρι της μεσημβρίας διήλθομεν ακροώμενοι αυτών, αφελέστατα και φυσικώτατα αφηγουμένων τα νωπά έτι κατά των Τούρκων κατορθώματά των, ιδία δε την τελευταίαν μάχην των 300 αγωνιστών,οίτινες, υπό την ηγεσίαν του Μπότσαρη και του Κατσαντώνη, κατετρόπωσαν μέγα σώμα Τουρκαλβανών, ων 80 εφόνευσαν και πλείστους ετραυμάτισαν, των λοιπών τραπέντων εις άτακτον φυγήν.
Την μεσημβρίαν παρέθεσα εις άπαντας γεύμα, υπενθυμίζον μοι τα συμπόσια των Ομηρικών ηρώων, είτα δ᾽ επηκολούθησαν ηρωικά άσματα και χοροί…».
Εκεί, ανάμεσα στους αρματωλούς και κλέφτες, ο Καποδίστριας εκστατικός και ενθουσιασμένος ένιωσε να τον πλημμυρίζει η Μεγάλη Ιδέα, η ακοίμητη ελπίδα για τον λυτρωμό της πατρίδας. Και όπως αναφέρει ο Κων. Μαχαιράς, «εν τω συμποσίω εκείνο ο Καποδίστριας, ο οποίος κατείχε τιμητικήν θέσιν, καταληφθείς υπό πατριωτικού ενθουσιασμού ηγέρθη και απηύθυνε προς τους συνηγμένους εκεί εκ τόσων περιοχών της Ελλάδος πολεμιστάς, ενθουσιώδη προσφώνησιν, τονίσας ότι εν ουκ απομακρυσμένω μέλλοντι η σάλπιγξ της Πατρίδος θα καλέση αυτούς, ίνα χύσουν και την τελευταίαν ρανίδα του αίματός των υπέρ σκοπού πολύ σπουδαιοτέρου εκείνου, δι᾽ ον είχον συναθροισθή εν Λευκάδι. Εκείνοι δε εγερθέντες και υψώσαντες γυμνά τα ξίφη ώμοσαν επί της ωραίας εκείνης ακτής της Λευκάδος τον πρώτον φοβερόν όρκον της Παλιγεννεσίας».
«Και τότε — γράφει ο Αρ. Βαλαωρίτης — ο Καποδίστριας συγκινηθείς μέχρι δακρύων ενηγκαλίσθη και ησπάσθη αδελφικώς όλους, μάρτυρες δε αυτόπται της ωραίας σκηνής εβεβαίουν ότι είδον κλαίοντα τα κεραυνοβόλα όμματα των γενναίων Ελλήνων οπλαρχηγών και ηκούοντο μακρόθεν από τα λογγομένα στήθη των λεόντων εκείνων οι βροντώδεις παλμοί της καρδίας των».
Όλα όσα έγιναν στη Λευκάδα το 1807, κατά το μεγαλύτερο μέρος οφείλονται στον Καποδίστρια, ο οποίος κατάφερε να επιτύχει έναν άθλο. Όπως αναφέρει ο Σπ. Βερύκιος, «εκεί ενώθηκαν οι Έλληνες, που τους κατέτρωγε πριν η αδιαφορία, η μοιρολατρία, οι αντιζηλίες μεταξύ τους, ακόμη και ο ανταγωνισμός. Εκεί ενώθηκαν ψυχικά, αφού τους έδωσε ο κερκυραίος ευπατρίδης να καταλάβουν καλά, πως αφού τα ιδανικά και οι πόθοι ήταν κοινοί, κοινές έπρεπε να είναι και οι υποχρεώσεις τους. Εκεί παράτησαν οι πολεμιστές ό,τι τους χώριζε, και ένιωσαν καλά, πως για να πετύχει ο πόλεμος, έπρεπε να είναι ενωμένοι και πειθαρχημένοι. Εκεί κατάλαβαν ακόμη, πως όταν η ψυχή μένει ακλόνητη, ο τύραννος των τεσσάρων αιώνων δεν ήταν τόσο δυνατός όσο φάνταζε, ούτε τόσο ανίκητος, όσο περηφανευόταν».
Το «συμπόσιο του Μαγεμένου», αυτή η πρώτη συλλογική δέσμευση των οπλαρχηγών για τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, σηματοδότησε τα μετέπειτα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα στη σκλαβωμένη πατρίδα. Δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα εδώ φυτεύθηκε ο σπόρος της επανάστασης. Άναψε ταυτόχρονα το φως της ελπίδας. Σιωπηλά, καρτερικά, ανυποχώρητα, η τρεμάμενη φλόγα της Ελευθερίας ξεκίνησε την πορεία της μέσα στο σκοτεινό εθνικό ορίζοντα.
Κι όπως τραγουδάει στους στίχους της η ποιήτρια Ιωάννα Κόκλα:
«Η ανασεμιά της φύσης μαζί και της ψυχής
στον Παντοκράτορα, στου Μαγεμένου την ακτή
έδωσαν σάρκα και οστά στον όρκο της φυλής,
των αντρειωμένων τ᾽ όνειρο της Μάνας Ελλάδος Γης»…
π.
Τεύχος Μαρτίου 2023