Η Σμύρνη επί πέντε μέρες καιγόταν από άκρη σε άκρη. Οι φλόγες έκαιγαν σπίτια, επιχειρήσεις και ανθρώπους. Μόνο η μουσουλμανική και η εβραϊκή συνοικία γλύτωσαν, καθώς ο άνεμος έπνεε αντίθετα από αυτές. Χιλιάδες εξαθλιωμένοι Έλληνες έφταναν στην προκυμαία της Σμύρνης και αναζητούσαν απεγνωσμένα τη σωτηρία από τη θάλασσα. Τα αμερικανικά, τα βρετανικά, τα γαλλικά και ιταλικά πλοία αρνούνταν να τους παραλάβουν και έλεγαν ότι μπορούσαν να πάρουν μόνο τους δικούς τους. Αλλά και όσοι Έλληνες, καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους,έφταναν στα πλοία των συμμάχων μας (;) για να σωθούν, εκδιώκονταν και πνίγονταν.
Εντούτοις για πολλά χρόνια, από στόμα σε στόμα, στους μικρασιάτες στην Ελλάδα και στην Αμερική, κυκλοφορούσε η φήμη ότι όταν ξέσπασε η φωτιά στη Σμύρνη, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1922, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα ενός ιαπωνικού εμπορικού πλοίου που βρισκόταν στο λιμάνι της Σμύρνης, συγκλονισμένοι από την τραγωδία που αντίκριζαν, χωρίς χρονοτριβή πήραν τη γενναία απόφαση να ρίξουν το φορτίο του πλοίου στη θάλασσα και να επιβιβάσουν σ᾽ αυτό Έλληνες και Αρμενίους, προκειμένου να μεταφερθούν ασφαλείς στον Πειραιά και σε άλλα ελληνικά λιμάνια. Μάλιστα, ο πλοίαρχος απείλησε τους Τούρκους ότι θα προκαλούσε διπλωματικό επεισόδιο, αν δεν τον άφηναν να βοηθήσει τους Έλληνες.
Το περιστατικό αυτό θέλησε να το ερευνήσει η καθηγήτρια Ιστορίας στο πανεπιστήμιο «Otsuma» του Τόκιο, Nanako Murata Sawayanagi, η οποία στα μέσα της δεκαετίας του ’90, στη διάρκεια παραμονής της στην Ελλάδα ως φοιτήτρια νεοελληνικών σπουδών, είχε ακούσει κάτι αντίστοιχο αλλά θεώρησε ότι επρόκειτο μάλλον για φήμη.
Μετά από 10ετή έρευνα επιβεβαίωσε το περιστατικό και παρουσίασε τα στοιχεία σε άρθρο της με τίτλο : «The memory in a crisis: A Japanese ship helping out Greek refugees on the Quay of Smyrna», που δημοσιεύτηκε το 2017 στη βάση δεδομένων του πανεπιστημίου του Τόκιο «Hitotsubashi», και σε διάλεξη που έδωσε στο Τόκιο, στις 29 Νοεμβρίου 2019, στο πλαίσιο των 120 χρόνων διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Ιαπωνίας, που τελούσε υπό την αιγίδα της ελληνικής πρεσβείας στο Τόκιο.
Αυτή εντόπισε και ένα δημοσίευμα της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ στο φύλλο της 4ης Σεπτεμβρίου 1922 (η ημερομηνία ήταν με το Ιουλιανό ημερολόγιο), με τίτλο: «Η γενναία στάσις των Ιαπώνων– Ιαπωνική φιλανθρωπία», το οποίο αναφέρει:
«Ἀξίζει νά ἐξαρθῆ τό γεγονός τῆς φιλανθρωπικῆς ἀλλά καί τῆς γενναίας στάσεως τοῦ κυβερνήτου τοῦ Ἰαπωνικοῦ σκάφους “Τόκεϊ Μάρου”, ὅστις κατώρθωσε νά διασώση 825 ὁμογενεῖς πρόσφυγας, παρά τάς Τουρκικάς ἀπειλάς. Διότι, ὅταν ὁ Ἰάπων κυβερνήτης, συγκινηθείς ἐκ τῶν ἀγρίων σφαγῶν καί τῶν ἐκκλήσεων τῶν προσφύγων ἀπέστειλεν ὅλας τάς λέμβους τοῦ πλοίου ὅπως παραλάβη ὅσους ἠδύνατο περισσοτέρους πρόσφυγας,ἀξιωματικοί τοῦ κεμαλικοῦ στρατοῦ περικυκλώσαντες τάς λέμβους, ἠπείλουν νά τάς καταβυθίσουν. Τότε ὁ Ἰάπων πλοίαρχος, σπεύσας αὐτοπροσώπως, ἐδήλωσεν εἰς τούς κεμαλικούς ἀξιωματικούς ὅτι εἰς περίπτωσιν καθ’ ἥν ἔθιγον ἔστω καί μία τρίχα προσφύγων, θά τό ἐθεώρει ὡς προσβολήν τῆς Ἰαπωνικῆς σημαίας καί θά ἀπήτει παρά τῆς Κυβερνήσεως τήν ἄμεσον ἱκανοποίησιν. Πρό τῆς ἀπειλῆς ταύτης οἱ κεμαλικοί συνεννοηθέντες μετά τοῦ ἀρχηγοῦ των, ἠναγκάσθησαν ν’ ἀφήσουν τούς ἐπί τοῦ Ἰαπωνικοῦ σκάφους ἐπιβιβασθέντας πρόσφυγας».
Εκτός από το δημοσίευμα αυτό, το 2007 ο ομογενής από την Αυστραλία, ιστορικός και συγγραφέας Σταύρος Σταυρίδης, μελετητής της Μικρασιατικής εκστρατείας και Καταστροφής, έφερε στη δημοσιότητα έγγραφο του τότε Αμερικανού Γενικού Προξένου στη Σμύρνη Τζώρτζ Χόρτον, προς το State Department (κωδικός αρχείου 767.68/450) με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 1922, που ανέφερε: «Ένα ιαπωνικό πλοίο έφερε ορισμένους πρόσφυγες και άκουσα πως έριξε στη θάλασσα κάποιο από το εμπόρευμά του γι’ αυτόν τον σκοπό. Οι επιβάτες αυτού του πλοίου μιλούν με τα καλύτερα λόγια για την καλοσύνη που έδειξαν οι Ιάπωνες αξιωματικοί και ναύτες».
Επίσης, ο ελληνοαμερικανός ιστορικός Νταν Γεωργακάς στο βιβλίο του «Το δικό μου Ντιτρόιτ» (μετάφραση Αναστασία Στεφανίδου, «Εκδόσεις των Συναδέλφων», Αθήνα Μάιος 2016), αναφέρει τις συζητήσεις που γίνονταν στο σπίτι του για το πώς η μητέρα του και ο θείος του, 12 και 11 ετών το 1922, σώθηκαν από τους Γιαπωνέζους. «…Πριν ακόμη προλάβουν να ζητήσουν βοήθεια, έπεσαν μπροστά τους ανεμόσκαλες για να επιβιβαστούν… Η μητέρα μου ήταν τόσο αδύναμη που φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να κρατηθεί και θα έπεφτε στη θάλασσα. Όμως μεγαλύτεροι Έλληνες την έσπρωξαν μέχρι να φτάσει στην κορυφή της ανεμόσκαλας, όπου ένας ναυτικός περίμενε να την παραλάβει με ασφάλεια. Όταν ανέβηκε στο κατάστρωμα τη σήκωσε στους ώμους του και την έβαλε μπροστά σε μια τεράστια κατσαρόλα με ζεστό φαγητό. Της πρόσφερε ένα μικρό μπολ και της έδειξε με χειρονομίες ότι μπορούσε να φάει με τα χέρια. Καθώς την προέτρεπε να φάει, η μητέρα μου συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι ο άνθρωπος αυτός είχε σχιστά μάτια και ότι το δέρμα του ήταν διαφορετικό από το δικό της. Αμέσως φαντάστηκε τον σωτήρα της ως ένα από τα πλάσματα για τα οποία είχε ακούσει στα παραμύθια. Το ευγενικό του χαμόγελο της επιβεβαίωνε ότι ανήκε στους καλούς. Κοιτώντας τριγύρω της ένιωσε ότι βρισκόταν σε ένα καράβι γεμάτο με μαγικά πλάσματα, μια εντύπωση που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, όταν ξαφνικά είδε τον αδελφό της να στέκεται δίπλα της…».
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Υποναύαρχος ΛΣ (ε.α.)
Τεύχος Οκτωβρίου 2022