Ήταν μια φορά μια μεγάλη πολιτεία, τρεις θάλασσες μακριά, που τη διέσχιζε ένα μεγάλο, πλωτό ποτάμι. Στις όχθες του ποταμού θορυβούσαν μελωδικά ποταµοσφυριχτές, θαµνοτριλιστές, χουχουριστές κ.ά., αλλά η δυνατότερη μουσική ερχόταν από αλλού. Μέσα στον απλωτό κάμπο υπήρχε ένα πανεπιστημιακό campus και μέσα σ᾿ αυτό υπήρχε ο πύργος του πανεπιστημίου. Σ᾿ αυτόν τον πύργο φώλιαζε ένα φωνακλάδικο καριγιόν.
Το καριγιόν δεν είναι μια καµπάνα-ντελάλης που τη χτυπάς τραβώντας το σκοινί για ν᾿ αναγγείλει τα ευχάριστα και δυσάρεστα. Είναι ένα σύνολο από πολλές καμπάνες, χορδισµένες σε κατάλληλη τονικότητα, που κρούονται από ένα ξύλινο κλαβιέ και «παίζουν» μουσική. Μπορείς από καριγιόν, ανάλογα με τη δεξιοτεχνία του ερμηνευτή, να ακούσεις μια toccata του Μπαχ, ή ένα τραγούδι των Beatles, ή το happy birthday to you, κατά την παραγγελία κάποιου µερακλωµένου. Τότε αίθουσα συναυλιών γίνεται ο κάμπος, η μουσική ξαπλώνει στις φτερούγες του ανέμου και ξεχύνεται πάνω από τον ποταμό κι οι τριλιστές κι οι σφυριχτές βουβαίνονται.
Έτυχε τότε να είναι 25η Μαρτίου. Κι έτυχε να φοιτούν ή να δουλεύουν σ᾿ εκείνο το πανεπιστήμιο καμιά τριανταριά νέοι και νέες εξ Ελλάδος. Διακόσια χρόνια μετά την επανάσταση. Κι έτυχε αρκετοί απ᾿ αυτούς να έχουν στην καρδιά τους ένα τσικ, ένα κάτι τις, μια δραγµίδα χώμα πατρίδας υφασμένο στην ψυχή τους, έναν –λιγοθυµισµένο έστω– ψίθυρο συγκίνησης για την εθνική γιορτή. Άλλοι από το σπίτι, άλλοι από έναν δάσκαλο, άλλοι από τον σύλλογο όπου, υπό την καθοδήγηση του πατρός Χ., έφηβοι, δραστηριοποιούνταν κι έκαναν θεατρικά, κι ύστερα συνεστίαση και χόρευαν και τραγουδούσαν, «ότι στ᾿ αρδιά πάντοτες γλεντούσαµε» 1. Διακόσια χρόνια είναι αυτά. Δεν γίνεται να περάσουν σαν μια συνηθισμένη εργάσιμη ημέρα. Είπαν στον ελληνικό φοιτητικό σύλλογο να μαζευτούν, παρά τον κορωνοϊό, στο ελληνικό στέκι «opa». Θα ᾽ρχονταν και δυο Ελληνοαµερικανοί που παίζουν ελληνικά όργανα, θα ᾽ριχναν δυο γύρους χορούς κυκλωτικούς.
Πριν προλάβουν καλά καλά να συνεννοηθούν, ήρθε βιαστικά στο κινητό τους ένα μήνυμα. Από διακεκριμένο καθηγητή ελληνικής καταγωγής. Το μήνυμα ζητούσε να ειδοποιηθούν μεταξύ τους πως με πρωτοβουλία του συγκεκριμένου καθηγητή στις 7.30 το απόγευμα το καριγιόν του πανεπιστημίου θα παίξει τον εθνικό ύμνο, να συγκεντρωθούν κάτω από τον πύργο.
Μαζεύτηκαν αρκετοί. Αν και ο κορωνοϊός τους είχε κλείσει καιρό τώρα στα σπίτια τους, σε εργασία εξ αποστάσεως. Κάποια χαρούμενα για το επικείμενο event ξεφωνητά σπάθιζαν σαν χελιδόνια την ησυχία της προσμονής. Έγινε εφτάμιση. Ησυχία. Δεν σειούνταν γλωσσίδι. «Τίποτα δεν θα γίνει», σκεφτόταν ο ένας, «θα εκτεθώ, προώθησα και το μήνυμα». «Τι κάνουμε τώρα εδώ;» σκεφτόταν ο άλλος. «200 χρόνια Ελλάδα… Ποια Ελλάδα; Αυτό το ατακτοποίητο χάος που μας εξώθησε πέντε θάλασσες μακριά;»
Τότε ακούστηκε το εναρκτήριο καµπάνισµα, κι ύστερα ένα συνονθύλευμα ήχων που ήταν και δεν ήταν ο Ύμνος, σαν να έψαχνε το χέρι του ερμηνευτή να βρει τις σωστές νότες, τον σωστό ρυθμό, την πρέπουσα ένταση. Ώσπου, βγήκε ο ήχος καθαρός, στεντόρειος, κρυστάλλινος, το μέλος αρθρωμένο απλώθηκε στις φτερούγες του ανέμου στον κάμπο, πάνω από την πολιτεία και, πριν φτάσει στο ποτάμι, έναρθρα ζωγράφισε μέσα στο μυαλό τις λέξεις: Σε γνωρίζω από την κόψη… Τεντώθηκε αυθόρμητα η ψυχοστασιά τους σε στάση προσοχής κι ένα αυστηρά επιτακτικό «Εεε!!!» έκοψε τα ανέμελα ξεφωνητά. Τα δάκρυα, που κατρακύλησαν αυτόκλητα κι αυτεπάγγελτα, τα έγλειψαν για να τα κρύψουν. Τέλος, η μουσική έφτασε στα κόκκαλα τα ιερά των Ελλήνων, εκείνων των αγράμματων ανθρώπων, που δεν ήταν άνθρωποι, ήταν γίγαντες στον αγώνα για πατρίδα, ορθόδοξη πίστη, τιμή και λευτεριά. Που είπαν «θα θυσιαστούμε εμείς για να ζήσουν τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας αξιοβίωτα». Οι παραποτάµιοι θορυβοποιοί βουβάθηκαν. Σε λίγο τελείωσε κι η μουσική με τον χαιρετισμό της λευτεριάς. Παύση.
Η παύση είναι μουσική. Σου δίνει χρόνο να επεξεργαστείς τις τελευταίες εντυπώσεις. Μέσα στη σιωπή της αναδύθηκε από παλιά βιβλία, διηγήματα της ξενιτιάς 2, αναδύθηκε η μορφή ενός σεβάσμιου προγόνου. Ξεπροβοδούσε τον γιο του για την ξενιτιά. «Όταν περάσεις εκείνη την κορυφογραµµή», του είπε, «είσαι ή δεν είσαι παιδί μου, δεν θα το ξέρει κανείς. Εσύ όμως να μην το ξεχάσεις. Μακριά από ψέμα, κλεψιά, φονικό και ξένη γυναίκα», αυτά ήξερε, αυτά µολογούσε ο έμπειρος εκείνος γέρος. Τον δόλο στο δούναι και λαβείν δεν τον ενέκρινε. Τη συζυγική πίστη την ένιωθε τιμή. Δεν ήξερε την κατάργηση του γάμου, ούτε τις άλλου τύπου σχέσεις. Ήξερε πως ο άνθρωπος έχει αδυναμίες και πάθη, αλλά είχε από την ορθόδοξη παράδοση άτυπα διδαχτεί να μην παραδίνεται σε αυτά, ούτε να τα απωθεί και να µπερδεύεται. Κάτεχε τρόπο να τα πολεμάει, γι᾽ αυτό ο λόγος του δεν ήταν φυλακή απαγορεύσεων αλλά ξεκάθαρος δρόμος για την πρεπιά και ανθρωποσύνη. Που πρέπει να σε συνοδεύουν όπου κι αν πας. Κι ύστερα πρόσθεσε. «Στον πάτο της θάλασσας να βρεθείς, μη χάσεις την ελπίδα σου από τον Θεό. Και βασιλιάς αν γίνεις, μη λησµονήσεις την πατρίδα σου». Ήξερε πως το μεγαλύτερο λάθος του ανθρώπου είναι η απόγνωση. Και πως δεν μπορείς να γλυτώσεις από αυτή χωρίς να έχεις την ελπίδα σου από τον Θεό. Ήξερε επίσης πως το να λησµονείς την πατρίδα σου, γιατί τάχα αγάπησες μια καινούργια ή ολόκληρο τον κόσμο, είναι ένα εύσχηµο πρόσχηµα για να μην αγαπάς κανέναν. Τελείωσε και η παύση.
Έπεσε σιωπή. Σώπασαν κι οι παππούδες από μια Ελλάδα 200 πέλαγα μακριά. Τα Ελληνόπουλα, άλλα τράβηξαν για την ταβέρνα «opa» («ότι στα αρδιά πάντοτες γλεντούσαμε») κι άλλα για το διαδικτυακό meeting. Ήταν εργάσιμη μέρα. Είχαν να συνεργαστούν με Κινέζους, Ινδούς, Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους, που αν τους ρωτούσες κατά που πέφτει η Ελλάδα, θα έψαχναν στην Καραϊβική.
Κανένας δεν ξέρει ότι είστε παιδιά τέτοιων παππούδων. Εσείς, όμως, να μην το ξεχνάτε.
Ε. Ν.
- Μακρυγιάννης.
- Χρηστοβασίλη Χρήστου, Ο µικρός Κριτής.
Τεύχος Μαρτίου 2024