Ήταν νύχτα ακόμα όταν ξεκίνησαν. Τις είχε ξυπνήσει αυτός, πριν από τα κοκόρια της αυγής. Αυτός που δεν τις είχε αφήσει καλά-καλά ούτε μάτι να κλείσουν. Γιατί κι όταν ακόμα το προσπάθησαν, δεν τις άφηνε σε ησυχία! Ήταν τόσο ισχυρός, τόσο αδιάκοπος αυτός ο θόρυβος. Συνόδευε τις νύχτες και τις μέρες τους. Αναστάτωνε τα όνειρά τους. Έκανε την καρδιά τους να χτυπά πιο γοργά. Και τώρα που ξεκίνησαν, γινόταν πιο δυνατός ακόμα. Από τη μια τους έδινε φτερά στα πόδια, από την άλλη έκανε ακόμα βαρύτερο τον πόνο και τον κόπο. Αχ, αυτός ο θόρυβος, πως να σιγάσει; Συνεχώς στ᾿ αυτιά τους ακούνε τα «ωσαννά» και τά… «σταύρωσον». Ακούνε τις βλαστήμιες και τις ύβρεις. Ακούνε το βουβό κλάμα της Μάνας· τους χτύπους απ᾿ τα καρφιά και το «τετέλεσται». Κι ύστερα… σιωπή. Όχι! Πού να βρεθεί η σιωπή; Ύστερα ήρθε του νου ο θόρυβος. Πως είναι δυνατόν; Ο αγαπημένος Διδάσκαλος! Γιατί το επέτρεψε; Γιατί δεν έφυγε από τα χέρια τους όπως άλλοτε; Πώς είναι δυνατό να ᾿ναι νεκρή η Ζωή; Πως να Τον κλάψουν; Πως να Τον θάψουν; Ως Θεό ή ως ἄνθρωπο;… Να, όλος αυτός ο θόρυβος της ψυχής είναι που δεν τις αφήνει να ησυχάσουν λεπτό. Ξαναζούν τα φοβερά γεγονότα των τελευταίων ημερών και θύελλα λογισμών ξεσηκώνεται· και τα κύματα του πόνου, της αγάπης και της λατρείας τις πλημμυρίζουν…
Προχωρούν μέσα στο σκοτάδι. Τίποτα δεν ακούγεται εκτός από τον γκιώνη κι από τα ξερά χορτάρια στα πατήματά τους. Κι όμως, ο θόρυβος που κουβαλούν μέσα τους είναι εκκωφαντικός! Τι θα συναντήσουν στο μνημείο; Ποιος θα μετακινήσει την πέτρα που φράζει την είσοδο; Θα μπορέσουν να Τον προσεγγίσουν; Θα μπορέσουν να Του προσφέρουν τα μύρα τους; Μήπως μάταιη η προσπάθειά τους; Κι ύστερα, τι θα γίνει;
Μη μου πεις πως δεν έχεις βρεθεί στη θέση της Μαρίας της Μαγδαληνής, της Μαρίας του Ιακώβου και της Σαλώμης. Μη μου πεις πως δεν έχεις ακούσει τούτο τον θόρυβο της ψυχής. Τον θόρυβο που γεννούν αναπάντεχα γεγονότα, απρόσμενες δυσμενείς εξελίξεις, η απογοήτευση, ο θυμός, ο πόνος. Μη μου πεις πως δεν ξέρεις τη θύελλα εκείνη των λογισμών που σηκώνει η φαινομενική νίκη του σκοταδιού στον κόσμο. Τον έχεις δοκιμάσει τον θόρυβο της ολιγοπιστίας, των υποθετικών σεναρίων, των προσδοκόμενων αδιεξόδων… Κι αναζητάς κι εσύ τη λύτρωση, την έστω και για μια στιγμή ησυχία του νου και της καρδιάς.
Σαν έφτασαν στο μνήμα οι Μυροφόρες γυναίκες, διαπίστωσαν πως άδικοι ήταν οι φόβοι τους. Ο τεράστιος λίθος δεν έφραζε πια την είσοδο στο μνημείο! Ένα κύμα χαράς ανέβηκε στην καρδιά τους. Έτρεξαν προς τον αγαπημένο νεκρό, μα αντί για το σαβανωμένο πανάγιο σώμα, συνάντησαν αστραφτερό άγγελο. Ο αγγελιαφόρος του ουρανού, που μόνος αυτός φαίνεται άκουγε της ψυχής τους τον θόρυβο, τις λύτρωσε από το διαρκές μαρτύριο: «Μή ἐκθαμβεῖσθε» (Μάρκ. ιστ΄ 6). Μην ξαφνιάζεστε, μη φοβάστε. Σταματήστε τις σκέψεις, τους λογισμούς, τους φόβους. Αφήστε στην άκρη τον πόνο, που τώρα πια δεν έχει λόγο ύπαρξης, αφού ο Ιησούς ο Ναζαρηνός, ο Εσταυρωμένος που ζητάτε, «ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε». Η Ανάστασή Του από πρόρρηση, είναι πλέον πραγματικότητα! Και στην Ανάσταση δεν χωρά φόβος, πόνος, απογοήτευση, ανησυχία. Τώρα μόνο ειρήνη και χαρά και αγαλλίαση. Οι λίγες λέξεις του αγγέλου «κατέστειλαν τόν θόρυβον αὐτῶν τῆς ψυχῆς»1.
Όταν ο αθέατος και αθόρυβος στους πολλούς θόρυβος της ψυχής σε βασανίζει, μη μένεις στο σκοτάδι. Άνοιξε τα μάτια στη θέα του αναστάσιμου φωτός κι άκου τον λευκοντυμένο άγγελο που σου φωνάζει: «Γιατί ξαφνιάζεσαι; Γιατί ανησυχείς; Γιατί ταλαιπωρείσαι;». «Ἠγέρθη Ἰησοῦς ὁ Κύριος»2! Ο Χριστός αναστήθηκε! Πιάσε το χέρι Του και σήκω από την ολιγοπιστία, την ταραχή, το άγχος, τον φόβο. Είναι Ανάσταση! Ζήσε την Ανάσταση και θα ησυχάσουν όλα! Όλα!
- Βλ. Δοξαστικό Β΄ εωθινού ευαγγελίου.
- Οπ. π.
Τεύχος Μαΐου 2024