Ο ένας είχε αθλητικό παράστημα,δεξιότητα ασυναγώνιστη και δύναμη ανυπέρβλητη, νεότητα σφριγηλή στην καλύτερη ώρα της. Κανείς δεν έβαζε με τον νου του ν’ αντιπαλαίσει μαζί του· ούτε έστω να σταθεί για λίγο απέναντί του. Η θέα του κατακρήμνιζε κάθε τολμητία. Το όνομά του περιφερόταν στο ευρύχωρο στάδιο της Θεσσαλονίκης σαν απειλή θανάτου: Λυαίος. Μονομάχος ακαταγώνιστος. Κι ήταν τότε που εισήλθε χρυσοστόλιστος ο αυτοκράτωρ με τη συνοδεία του στο κατάμεστο στάδιο, που ακούστηκε η δαιμονοκίνητη πρόκληση:
-Ποιος από τους χριστιανούς, πιστεύοντας στον Θεό του, έχει το θάρρος ν’ ανταγωνιστεί προς τον Λυαίο, που τον προστατεύουν οι θεοί;
Ο άλλος ήταν μόλις έφηβος, ολότελα άγνωστος στους αθλητικούς κύκλους. Χαριτωμένος, μορφή ευγενής, ο Νέστωρ. Ένα ερύθημα χρωμάτισε το πρόσωπό του στην ιταμή πρόκληση και η φιλοτιμία έβαλε φωτιά στα πόδια του· το δεσμωτήριο δεν απείχε πολύ. Εκεί, στο δεσμωτήριο,ήταν ο Δημήτριος, ο ανθύπατος και κατηχητής του. Κι όταν — καθώς προχωρούσαν οι αγώνες — επαναλήφθηκε η πρόκληση, προέβη ηρωικός και ευσταλής ο Νέστωρ προς έκπληξη όλων. Και καθήρεσε με την προσευχή του Δημητρίου τη δύναμη του Λυαίου…
Πόσο μοιάζουν κάποιες σελίδες της ιστορίας!…
Διέθετε η Ιταλία υπεροχή συντριπτική, μέγα κράτος, λαό πολύ, διπλωματία, συμμαχίες πανίσχυρες. Τα πολεμικά της αεροπλάνα θ’ άπλωναν τα φτερά τους και θα σκέπαζαν τον ουρανό της Ελλάδας, τα μηχανοκίνητα τάγματα θα όργωναν πολιτείες και βουνά, το πεζικό θα απολάμβανε έναν ωραίο περίπατο ως την Ακρόπολη. Προετοιμασία ετών, υπεροπλία και δύναμη αδιαμφισβήτητη.
Κι ήταν η Ελλάδα συρρικνωμένη, βγαλμένη από καπνούς και στάχτες, νίκες και συμφορές αλληλοδιάδοχες, πολέμους απανωτούς και δυσβάστακτους. Και ήξερε ότι τα μικρά κράτη δεν βρίσκουν πάντα το δίκιο τους στις διασκέψεις των εθνών ούτε στις συμμαχίες και στις συνθήκες. Κι έκανε ο λαός μας άλλον σύμμαχο, την πληγωμένη Παναγιά της Τήνου. Και του δόθηκαν άλλα φτερά στον ουρανό του, να σκεπάζουν πεζικό και υποζύγια που όργωναν τις χιονισμένες πλαγιές.
Κι όταν το τρίωρο τελεσίγραφο του πολέμου επιδόθηκε στην πιο βαθιά νύχτα στους Έλληνες, βρήκε την ηγεσία έτοιμη και τον λαό μας ν’ αποχαιρετά με ηρωισμό και χαμόγελο παιδιά και συζύγους και να τους θωρακίζει με την εικόνα της Παναγίας και το αναμμένο καντήλι στα σπίτια. «Ἐν τῷ Θεῷ ποιήσομεν δύναμιν» (Ψαλμ. νθ΄ 14)!
Πόσο μοιάζουν κάποιες σελίδες της προσωπικής μας ιστορίας!…
Σηκώνει της αμαρτίας ο κλύδωνας το κύμα θεριό να καταποντίσει της ψυχής μας το σκάφος στα βάθη του. Βρυχάται ο πειραστής ο αρχέκακος, «ζητῶν τίνα καταπίῃ»· ποιον να καταπιεί και να εξαφανίσει. Και φαίνεται ο κλύδωνας δύναμη ανίκητη κι ορμή αβυσσώδης.
Κι είναι το σκάφος το μικρό της ψυχής κουκκίδα ελάχιστη στων πειρασμών τα κύματα, μα πανσθενής, όταν στην πρύμνη του βαστάζει τον Κύριο. Και θα εγερθεί ο Κύριος και θα προστάξει και πάλι τα κύματα, σαν το ζητήσει με πίστη μια ψυχή ηρωική.
Η φουρτούνα μαίνεται, ο πειραστής βυσσοδομεί, τα έθνη εφρύαξαν, οι αλαζόνες Λυαίοι προκαλούν. Κι όμως…
Ο Νέστωρ νίκησε και εισήλθε άγιος στη ζωή.
Η Ελλάδα μεγαλούργησε με σύμμαχο την Παναγιά.
Της ψυχής το πλοιάριο ταξιδεύει με ασφάλεια…
«Ἐν τῷ Θεῷ ποιήσομεν δύναμιν»!
Τεύχος Οκτωβρίου 2022