Στην επέτειο των 100 χρόνων από την «Καταστροφή» καλούμαστε να σταθούμε αντιμέτωποι με την αλήθεια και να αναμετρηθούμε μαζί της. Δεν είναι εύκολο το εγχείρημα. Απαιτεί κόπο, πόνο.
Επαχθής οπωσδήποτε η αναμέτρηση. Μόνον έτσι όμως θα μπορέσει η επέτειος αυτή να λειτουργήσει για όλους μας καθαρτικά, λυτρωτικά, όπως λειτουργούσε το αρχαίο ελληνικό δράμα στις ψυχές των προγόνων μας.
Μικρασιατική Καταστροφή!
«Ταλαιπωρίᾳ ἐταλαιπωρήσαμεν» (Μιχ. β΄ 4). «Ἐγενήθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς» (Ψαλ. μγ΄ 23). «Κατεκάλυψεν ἀτιμία τό πρόσωπον ἡμῶν, εἰσῆλθον ἀλλογενεῖς εἰς τά ἅγια ἡμῶν, εἰς οἶκον Κυρίου» (Ιερ. κη΄ 51).
Η φωνή αυτή του λαού του Θεού, του αρχαίου Ισραήλ, θα γίνει και φωνή του νέου Ελληνισμού, των πατέρων μας που έζησαν το δράμα της γενοκτονίας και του ξεριζωμού από τις πατρογονικές τους εστίες, εκεί στην Ανατολή. Καθώς φτωχοί, γυμνοί, πεινασμένοι, κυνηγημένοι, ανέστιοι καταφθάνουν στη μητροπολιτική Ελλάδα μ᾿ έναν μποξά στη μασχάλη τους, καθώς γι᾿ ακόμη μια φορά γυρίζουν το τυραγνισμένο πρόσωπό τους προς το μέρος της Μικρασίας και με σφιγμένα χείλη και ανέκφραστη ματιά ατενίζουν τους τελευταίους καπνούς να υψώνονται μαύρα σάβανα στον ουρανό, θρήνος άφωνος γεννιέται μέσα τους, τραγούδι πικρό, θανατερό, που κοιτάν πως θα το καταπιούν, για να μη βγει έξω.
Η ιστορία όμως ρόδα που γυρνά, και ξαναβγαίνει πάνω και εμφανίζεται όπως παλιά, έτσι και στο τώρα. Και ο λόγος ο προφητικός έρχεται να συνταιριαστεί με το «σήμερα» της καταστροφής.
«Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ… θρηνηθήσεται θρῆνος ἐν μέλει λέγων· ταλαιπωρίᾳ ἐταλαιπωρήσαμεν· μερίς λαοῦ μου κατεμετρήθη ἐν σχοινίῳ καί οὐκ ἦν ὁ κωλύων αὐτόν τοῦ ἀποστρέψαι· οἱ ἀγροί ὑμῶν διεμερίσθησαν» (Μιχ. β΄ 4). Εκείνη τη φρικτή ημέρα από τα στόματα τα δικά σας θρηνητικό άσμα θα εξέρχεται με τούτα τα λόγια: «Καταστραφήκαμε εντελώς! Η κληρονομιά μας, η γη μας, τα χωράφια μας μετρήθηκαν και διαιρέθηκαν από τους εχθρούς, διαμοιράστηκαν σ᾿ εκείνους, και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να τους εμποδίσει, να τους διώξει μακριά».
Η ετυμηγορία του δικαιοκρίτου Κυρίου άτεγκτη προς τον λαό Του: «Ἀνάστηθι καί πορεύου, ὅτι οὐκ ἔστι σοι αὕτη ἀνάπαυσις ἕνεκεν ἀκαθαρσίας. διεφθάρητε φθορᾷ» (στίχ. 10). Σήκω λοιπόν, σήκω και φύγε από τα χώματα αυτά, πορεύσου μακριά, πρόσφυγας, ανέστιος, διότι δεν έχεις πια δικαίωμα να αναπαύεσαι στον τόπο ετούτο. Κι αυτό εξαιτίας της ακαθαρσίας σου. Διαφθαρήκατε βαθύτατα ηθικά. Δεν σας ανήκει πια αυτή η πατρίδα…
Μικρασιατική Καταστροφή!
«Διεφθάρητε φθορᾷ»…
Το Παρίσι της Ανατολής, η γόησσα η Σμύρνη, η σαγηνεύτρα! Την λέγαν και ήταν. Πλούτος και ευμάρεια. Τρυφή και απόλαυση. Γι᾿ αυτό και αμαρτία. Όχι μικρή. Παραλυσία ηθική. Αλοίμονο, ακολασία…
Διηγείται ο άγιος Αμφιλόχιος της Πάτμου:
«Το πλοίο έφθασε στην Σμύρνη σούρουπο. Η ψυχή μου ήταν γεμάτη χαρά και νοσταλγία που θα έβλεπα από κοντά μια από τις Εκκλησίες της Αποκαλύψεως. Δυστυχώς, οι παραλίες ήταν γεμάτες ανθρώπους άσεμνα ενδεδυμένους, που απροκάλυπταν ασελγούσαν. Ρώτησα αν είναι Τούρκοι ή Ρωμιοί και μου απήντησαν: “ Έλληνες και μάλιστα χριστιανοί”. Με καρδιά βεβαρημένη κατέβηκα από το πλοίο και άρχισα να περιφέρωμαι στην πόλη. Καθ᾿ εαυτόν διερωτώμουνα: “Αυτή είναι η Εκκλησία του Πολυκάρπου του ιερομάρτυρος και τόσων άλλων Μαρτύρων και Αγίων;”, οπότε ξάφνου παρουσιάστηκε μπροστά μου ένας γέροντας κληρικός και μου λέγει: “Αμφιλόχιε, μη λυπήσαι. Θα έρθη εποχή που η φωτιά θα τα κάψη όλα όσα βλέπεις· θα μπή από την μια μεριά της πόλης και θα βγή στην άλλη”. Το γεροντάκι έγινε άφαντο. Πράγματι, παιδιά μου, δεν πέρασαν πολλά χρόνια και παντού ακούστηκε: “Οι Τούρκοι έκαψαν την όμορφη και ξακουστή πόλη της Σμύρνης”» (*).
«Ἕνεκεν ἀκαθαρσίας. Διεφθάρητε φθορᾷ»…
Και μπήκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη την άνοιξη του ᾿19, ελευθερωτής. Και η Σμύρνη πλημμύρισε στην κυανόλευκη. Τέτοια χαρά, τέτοιος ενθουσιασμός, πανηγύρι!
Μα ο στρατός ο ελληνικός δυστυχώς ασέβησε. Από τους αξιωματικούς μέχρι τους οπλίτες ο ελληνικός στρατός σε όχι λίγες περιπτώσεις φέρθηκε αναίσχυντα, βέβηλα προς την τιμή και αγνότητα των νεανίδων της Ιωνίας…
Έτσι το θυμόταν και ο γέροντας Πρόδρομος, που ήρθε από τα μέρη της Καππαδοκίας το ᾿24 στην Ελλάδα, με την ανταλλαγή. Και κάθε που άκουγε για την καταστροφή της Σμύρνης, έσκυβε το κεφάλι του, το κουνούσε θρηνητικά και μονολογούσε: «Τη Σμύρνη τη χάσαμε για την ακολασία που επικρατούσε και για όσα αναίσχυντα έκανε ο στρατός εκεί».
Και η γερόντισσα Φωτεινή από το Οδεμήσιον του νομού Αϊδινίου, που 7 χρονών πέρασε μέσ᾿ απ᾿ τις φλόγες της Σμύρνης, μαρτυρεί:
«Έφτασε και στο χωριό μας ο ελληνικός στρατός. Και έστησαν χορό οι εύζωνες στην πλατεία. Τους κοιτούσαμε εμείς, μικρά παιδιά, τα θεόρατα σώματά τους πώς τα λύγιζαν στο χορό και πηδούσαν πάνω, στον αέρα, και αναρωτιόμασταν: Είναι αληθινοί άνθρωποι ή κούκλες; Και καθώς χόρευαν και γλεντούσαν, νάσου και η βλαστήμια στην Παναγία. Δεν το πιστεύαμε. Είναι αλήθεια αυτό που ακούμε ; Στην Ελλάδα απέναντι, έτσι βλαστημούν τα θεία;».
Ήταν δυστυχώς η διάχυση της αμαρτίας μεγάλη στην Ιωνίδα γη. Και τη Σμύρνη, την πρωτεύουσά της, τη διαπέρασε φωτιά. Δεν είναι τυχαίο. Η ενέργεια της φωτιάς είναι καθαρτική. Οι φλόγες που χώνευαν τα σπίτια της Σμύρνης τύπος γίνονταν και σύμβολο της αναλωτικής ενεργείας της θείας δικαιοσύνης. Κι αυτή η φωτιά, μέσα από την οποία πέρασαν όχι μόνο τα σώματα αλλά και οι ψυχές των πατέρων μας που ξεριζώθηκαν βίαια από την Ιωνία, αυτή τους αποκάθαρε τελικά. Τους λύτρωσε. Εισήλθαν στο χωνευτήρι και στιλβώθηκαν οι ψυχές τους. Και αναστήθηκαν. Και έζησαν. Και σώθηκαν.
Η δοκιμασία όμως δεν στάθηκε μικρή. Καθότι ο λόγος του Θεού δεν είναι δυνατόν ποτέ – ούτε και σήμερα – να εκπέσει: «Ἐλασσονοῦσι φυλάς ἁμαρτίαι» (Παρ. ιδ´ 34).
(*) Γρηγορίου μοναχού Κουβαρίτου, Πνευματική συμπόρευσις, Άγιον Όρος 2014, σελ. 26.
Τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2022