+302103617566

4 Σεπτεμβρίου 2022

Μάρτυρες μιας καταστροφής

Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της παγκόσμιας ιστορίας. Οι μαρτυρίες — καταθέσεις ψυχής όσων έζησαν από κοντά τα φοβερά εκείνα γεγονότα — συγκλονίζουν εκατό χρόνια μετά τον αναγνώστη. Η Ρόζα Μπερμπεριάν θυμάται: «Ήμουνα κουρελιασμένη, με το φόρεμά μου σκισμένο, με το πρόσωπο και τα μπράτσα μου μαύρα από σκόνη.[…] Ευτυχώς μιλούσα πολύ καλά γαλλικά, τα είχα μάθει στο αρμένικο σχολείο, προτού μπω στο Ινστιτούτο. Είπα στη μητέρα μου να με περιμένει και προχωρώντας σ᾽ ένα ναύτη άρχισα να του μιλάω γαλλικά. […]

— Είμαι Γαλλίδα. Σκότωσαν την οικογένειά μου. Δεν έχω χαρτιά, καήκανε στη φωτιά. Κάηκε και το σπίτι μου. […] Ένας από τους ναύτες στράφηκε στο διπλανό του:
— Σήκωσ’ το χέρι σου κι άστηνε να περάσει.

Αλλά μόλις είχα μπει μέσα, το μεγάφωνο άρχισε να φωνάζει πως όλος ο κόσμος έπρεπε να φύγει αμέσως. Η φωτιά πλησίαζε στο προξενείο. Τώρα όμως μπορούσαμε να φύγουμε, προστατευμένοι απ᾽ τους Γάλλους στρατιώτες! Μας μεταφέρανε σ᾽ ένα άλλο κτίριο στην προκυμαία. Κι αμέσως εγκαταστήσανε τραπέζια, λέγοντας: «Πρώτα οι κυρίες», κι ο κόσμος έκανε ουρά για ν᾽ αποκτήσει γαλλικά χαρτιά.

Δεν βιαζόμουνα να βρεθώ στην αρχή της ουράς. Αν μπορούσα ν᾽ακούσω τις ερωτήσεις, θα πρόφταινα να ετοιμάσω και τις απαντήσεις μου. Άκουσα: Όνομα; Ηλικία; Εθνικότητα ; Διαβατήριο; Αυτό ήταν όλο. Οι απαντήσεις βγαίνανε λαχανιαστές, συχνά σε κακά γαλλικά, μα οι προξενικοί δε διώχνανε κανέναν. Έτσι ήρθε και η σειρά μου:
— Όνομα;
— Ρόζα Μπερμπεριάν.
— Ηλικία;
— Δεκαέξι.
— Εθνικότητα;
— Γαλλίδα.
— Διαβατήριο;
— Κάηκε. Το σπίτι μας κάηκε. Χάσαμε τα πάντα. Έχω μαζί μου τη μητέρα μου.
— Μιλάτε πολύ καλά γαλλικά, έκανε ο υπάλληλος χαμογελώντας. Σε ποιο σχολείο πήγατε; Και μου άπλωσε το χαρτί που μας έδινε την άδεια επιβίβασης σε γαλλικό πολεμικό. […] Στην προκυμαία ήταν η πιο άγρια σκηνή που είχα φανταστεί. Γυναίκες,άντρες και παιδιά κλαίγανε και ξεφωνίζανε.[…] Άρχισα να λέω σ᾽ όσους βρέθηκαν γύρω μου:
— Αν κανένας από σας μιλάει γαλλικά, ας μπει στην ουρά. Θα σας το δώσουνε το χαρτί. Φτάνει να πείτε πως είσαστε Γάλλος. Περπατούσα ανάμεσα στον κόσμο καιτόλεγα αυτό σε όλους. Έπειτα, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, άκουσα την αδελφή μου να με φωνάζει! […] Εξήγησα στηναδελφή μου πως είχα αποκτήσει γαλλικό διαβατήριο και ξαναγύρισα στην ουρά ναπάρω ένα και γι᾽ αυτή. Ο προξενικός με εξυπηρέτησε με πολλή ευγένεια. Όταν ξαναβγήκα, κοντά στη μητέρα μου και στην αδελφή μου στεκόταν μια φτωχειά γυναίκα με τέσσερα παιδάκια.
— Σε παρακαλώ, μου είπε, εγώ δεν ξέρωγαλλικά. Σε παρακαλώ. Άντε άλλη μιαφορά και πες τους ότι βρήκες τη θεια σουκαι τα ξαδερφάκια σου. Θα μας σώσεις τηζωή.
Τούτη τη φορά γελάσανε βλέποντάς με ναξαναγυρίζω:
— Τι; Πάλι εσείς; Ποιον βρήκατε τώρα;
— Τη θεία μου και τα τέσσερα ξαδερφάκια μου, έκανα αμήχανα. Τι μπορεί να γίνει;Ο Γάλλος πρόσθεσε τα ονόματά τους στην άδεια. Στην προκυμαία έρχονταν βενζινάκια κι έπαιρναν όσους είχαν χαρτιά…»1.

Ένα από τα δράματα που παίχτηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν και αυτό των αιχμαλώτων ανδρών. Οδηγήθηκαν στην εξορία, που στην πραγματικότητα ήταν μια πορεία εξόντωσης. Ελάχιστοι από αυτούς κατάφεραν να επιστρέψουν στη μητέρα Ελλάδα. Ένας από αυτούς, ο Παναγιώτης Μαρσέλου, διηγείται μεταξύ άλλων:

«Το πρωί συγκεντρωθήκαμε πέντε χιλιάδες αιχμάλωτοι. Περνούσαμε από τους τουρκομαχαλάδες. Περάσαμε και από την Οβριακή. Οι Οβραίοι μας αποδοκίμαζαν χειρότερα από τους Τούρκους. Φτάσαμε στον άγιο Κωνσταντίνο, στα Χιώτικα, όπου άρχισε η μεγάλη σφαγή.

[…] Προχωρούμε για το Μπουρνάμπασι,όπου φθάσαμε το βράδυ και μας βάλανε σε συρματοπλέγματα. Άρχισαν και παίρναν πέντε-πέντε και πήγαιναν και τους σφάζαν.[…] Το πρωί φύγαμε από το Μπουρνάμπασι.[…] Φτάνοντας ανάμεσα Μπουρνόβα και Μαγνησιά ήταν μια βρύση. Είχαμε τρεις μέρες να πιούμε νερό. Σταματούμε στη βρύση και διατάζουν τον κόσμο να πάει να πιει νερό, έβαλαν οι Τούρκοι το πολυβόλο και άρχισαν και σκότωναν γραμμή. […]Έπρεπε να φύγουμε από τη Μαγνησιά και μας βάλαν κατά τετράδες. Στο μέσον βρισκόμουν εγώ και ο αδελφός μου. Όπως βαδίζαμε, έρχονται και κόβουν τους μισούς. Εάν παίρναν μια τετράδα ακόμη, θα παίρναν εμένα και τον αδελφό μου. Τώρα από τις πέντε χιλιάδες μείναν μόνο πεντακόσιοι…»2.

Σκληρή ήταν και η τύχη των γυναικόπαιδων. Η Μαρία Χάππα από το χωριό Τζιμόβασι, 19 χιλιόμετρα από τη Σμύρνη,θυμάται:

«Μείναμε οι γυναίκες και τα παιδιά. Σκόρπιοι, ακόμη και οι συγγενείς, κατεβήκαμε με ένα μπόγο ρούχα στην Πούντα της Σμύρνης. Κάθε νύχτα οι Τούρκοι συρνόντουσαν κρυφά ως εμάς, και έκαναν επίθεση στα κορίτσια. […] Φεύγαμε και πηγαίναμε στο νεκροταφείο. Κρύβαμε τα κορίτσια μέσα στα μνήματα, κι εμείς καθόμασταν από πάνω. Εκεί, δεν κινδυνεύαμε κι από φωτιά. Βλέπαμε κανένα καράβι, μας φαίνονταν πως μπορούσαμε να φύγομε· τρέχαμε στην Πούντα. Και συνωστισμός, συνωστισμός! […] Πόσοι δεν κατρακύλησαν στη θάλασσα! Κοπέλες, κορμιά μπόγοι, στην επιφάνειά της»3.

Ο Αλέξης Αλεξίου, δωδεκάχρονο παιδί το 1922, προσθέτει τη δική του μαρτυρία:

«Άλλοι κλαίγαν, άλλοι χτυπιούνταν και μοιρολογούσαν κι άλλοι σέρναν τα πόδια τους και σώπαιναν. Ο βόγγος, ο θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε τα μάτια μας· γυναίκες πολλές, μια σειρά ατέλειωτη από το μπουλούκι που ερχόταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μια την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές απ ’ αυτές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν, και ήθελαν να γλιτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε»4.

Ο μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος (Μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β΄),αυτόπτης μάρτυς της καταστροφής, θα γράψει στις2 Οκτωβρίου του 1922 στον Οικουμενικό Πατριάρχη περιγράφοντας τις τραγικές εκείνες ώρες: «…λέμβοι πλήρεις γυναικοπαίδων εσύροντο διά σχοινίου δεδεμένου εις τον λαιμόν τολμηρών ανδρών, οίτινες κολυμβώντες κατόρθωσαν να περισώσωσι το πολύτιμον φορτίον και πολλοί εξ αυτών εύρον τον θάνατον εκ της κοπώσεως, πνιγέντες εν τη εκτελέσει του καθήκοντος. Άλλαι πάλιν γυναίκες μη δυνάμεναι επί πλέον να κολυμβώσι ερυμουλκούντο υπό των εντός των λεμβών, κρατούντων αυτάς εκ της κόμης…»5.

Ένας αιώνας πέρασε χωρίς τη Μικρά Ασία. Στο περάσμά του ένας-ένας έφυγαν και οι πρωταγωνιστές του δράματος, αφήνοντάς μας το χρέος να κρατάμε πάντα αναμμένο το καντήλι της μνήμης.

  1. Μάρτζορι Χαουζπιάν, Η Σμύρνη στις φλόγες, Αθήνα 1972, σελ. 217219.
  2. Η Έξοδος, Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας, τ. Α΄, (επιμέλεια Φ. Αποστολοπούλου), Αθήνα 1980, σελ. 1214.
  3. Όπ.π, σελ. 28.
  4. Όπ.π, σελ. 9.
  5. Γ. Καψή, 1922. Η Μαύρη Βίβλος, Αθήνα 1992, σελ. 125.

Τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2022

© 2024 Σύλλογος Ορθ. Ιερ. Δράσεως «Ο Μέγας Βασίλειος»