Σε μια συντεταγμένη πολιτεία ο νόμος αποτελεί το σημείο αναφοράς και για τις τρεις λειτουργίες: τη νομοθετική, που θεσπίζει τους νόμους, την εκτελεστική, που οργανώνει τις δραστηριότητές της με βάση τους ισχύοντες νόμους, και τη δικαστική, που ελέγχει την ορθή εφαρμογή των νόμων. Ωστόσο, υπάρχει και ο θείος νόμος. Ο νόμος τον οποίο έδωσε ο Θεός και ορίζεται ως η υπέρτατη βουλή του Θεού. Είναι οι θείες εντολές. Ποια, όμως, είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των δύο νόμων;
Ο ανθρώπινος νόμος είναι έργο ανθρώπων, κατά κανόνα απόρροια της νομοθετικής λειτουργίας του κράτους. Αντιθέτως, ο θείος νόμος είναι αποκάλυψη του νομοθέτη και νομοδότη Θεού στον άνθρωπο. Ακριβώς για τον λόγο αυτό ο μεν ανθρώπινος νόμος έχει κάποιο χρονικό όριο, υπόκειται σε συνεχείς αλλαγές λόγω των ελλείψεων και της ανεπάρκειας που εμφανίζει, ενώ αντιθέτως ο θείος νόμος είναι αιώνιος, αμετάβλητος και αναλλοίωτος. Για τη συμμόρφωση στον ανθρώπινο νόμο το κράτος χρησιμοποιεί τον εξαναγκασμό, ενώ ο θείος νόμος δεν επιβάλλεται, εμπεριέχει την ελευθερία συμμορφώσεως και εφαρμογής. Τέλος, ο σκοπός του ανθρωπίνου νόμου είναι η ειρήνη και η ευταξία στην πολιτεία, ώστε να επιτυγχάνεται η κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων. Ο θείος νόμος φέρει βέβαια ως ανακλαστική συνέπεια την ειρήνευση στην κοινωνία, αλλά έχει εντελώς διαφορετικό σκοπό. Αποβλέπει στη σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου, στην εν Αγίω Πνεύματι ζωή, στην κατάκτηση της Βασιλείας των Ουρανών. Γι᾿ αυτό ο μεν ανθρώπινος νόμος έχει από τη φύση του ενδοκοσμικό χαρακτήρα, ο δε θείος νόμος υπερβατικό. Έτσι, στην ανθρώπινη νομοθεσία είναι ανύπαρκτες οι έννοιες ψυχή, μετάνοια, αγάπη, πνευματική ζωή, μυστήρια, ανάσταση. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού οι παραπάνω έννοιες ή καταστάσεις έχουν την αφετηρία τους στον Νομοθέτη του Ουρανού.
Με όσα εκτέθηκαν παραπάνω είναι εμφανής η αντίθεση μεταξύ θείου και ανθρωπίνου νόμου και ευλόγως τίθεται το ερώτημα: Τι το κοινό θα μπορούσε να υπάρξει μεταξύ Εκκλησίας και δικαστηρίου, νόμου και ꭓάριτος; Μεταξύ των μεγεθών αυτών είναι πολλά τα διάφορα ή ακόμη και τα αντιθετικά που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς.
Η αντίθεση μεταξύ νόμου και ευαγγελίου προβάλλει ήδη κατά την πρώτη εμφάνιση του Χριστιανισμού και απεικονίζεται στις επιστολές του αποστόλου Παύλου. Πολλοί έκτοτε μίλησαν και μιλούν για το ασυμβίβαστο μεταξύ χριστιανικής θεολογίας και δικαίου. Ο νόμος είναι άτεγκτος, το Ευαγγέλιο κηρύσσει τη συγγνώμη προς όλους έως «εβδομηκοντάκις επτά», δηλαδή επ᾿ άπειρο. Ο νόμος αποδίδει στον καθένα αυτό που του αξίζει, αλλά ο Θεός του Ευαγγελίου εμφανίζεται να πληρώνει με το ίδιο νόμισμα εκείνον που εργάστηκε έντεκα ώρες με αυτόν που κοπίασε μια ώρα και δίνει τις δωρεές του επί δικαίους και αδίκους. Ο απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή του τονίζει «το επιεικές υμών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις», ενώ ο νόμος εμφανίζεται συνήθως σκληρός, κατά το λατινικό αξίωμα «dura lex, sed lex», δηλαδή σκληρός ο νόμος, αλλά νόμος. Ωστόσο, ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη, επιείκεια και δικαιοσύνη θεωρούνται ως άριστος συνδυασμός. Αλλά και ο νομοφύλακας Αρμενόπουλος, στον πρόλογο της Εξαβίβλου, που υπήρξε ο πρώτος αστικός κώδικας του ελεύθερου ελληνικού κράτους, εξυμνεί τον συνδυασμό δικαιοσύνης και επιείκειας ως μέγα επίτευγμα. Επίσης, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ακόμη και οι παλαιοί νομικοί, που διατύπωσαν το πιο πάνω αξίωμα –σκληρός ο νόμος, αλλά νόμος– παραδέχονται «summum jus, summa injuria», δηλαδή η άκρα δικαιοσύνη καταντά ύψιστη αδικία.
Είναι αλήθεια ότι θεολογία και δίκαιο δεν συμπίπτουν πλήρως, αλλά η δημιουργική και εις βάθος συνάντησή τους είναι επωφελής, αν όχι αναγκαία, για την εκπλήρωση του χρέους των δυο αυτών πνευματικών μεγεθών προς τον άνθρωπο, τον οποίο υπηρετούν. Τη συνάντηση αυτή καθιστά σήμερα αναγκαία, αλλά και δυνατή, η κεντρική σημασία την οποία αποκτά διαρκώς και περισσότερο στον χώρο του δικαίου η έννοια του προσώπου.
Ως προς την έννοια αυτή υπήρξαν ορισμένες θεμελιώδεις διαφοροποιήσεις μεταξύ της ελληνικής και δυτικής/λατινικής θεολογίας. Οι διαφοροποιήσεις αυτές πέρασαν στη φιλοσοφία και από εκεί στη νομική επιστήμη και στο δίκαιο. Η έννοια του προσώπου στη δυτική φιλοσοφία και κατ᾿ επέκταση στον δυτικό πολιτισμό έχει τις ρίζες της στον ιερό Αυγουστίνο, τον Θωμά Ακινάτη και επισφραγίζεται με τη γνωστή φράση του Καρτέσιου «cogito, ergo sum», δηλαδή σκέπτομαι, άρα υπάρχω. Έτσι επικρατεί πλέον στη Δύση ο ορισμός ότι πρόσωπο είναι άτομο λογικό, δυνάμενο να σκέπτεται. Πρόσωπο και άτομο κατ᾿ αυτόν τον τρόπο γίνονται έννοιες ταυτόσημες. Σ᾿ αυτήν ακριβώς τη βάση, όπως μαρτυρεί και το 1ο άρθρο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι όροι «ατομικά δικαιώματα» και «ατομικές ελευθερίες» εισέρχονται στη νομική ορολογία και εξακολουθούν να κυριαρχούν στη νομική επιστήμη.
Διαφορετική είναι, ωστόσο, η έννοια του προσώπου που αναπτύσσεται στην Ανατολή κάτω από την επίδραση των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Στη θεολογία αυτή το πρόσωπο δεν ορίζεται ως αυτοκαθοριζόμενο άτομο ή σκεπτόμενο υποκείμενο, αλλά ως ταυτότητα που πηγάζει από μια σχέση με κάποιον άλλο. Πρότυπο του προσώπου είναι ο ίδιος ο Θεός, τον Οποίο καλείται ο άνθρωπος να μιμηθεί. Χαρακτηριστικό του Θεού, σύμφωνα με τη θεολογία του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, είναι η εκστατικότητά Του. Ο Θεός δεν είναι το ακίνητο ον του Αριστοτέλη, ούτε η Αγία Τριάς όπως την εκλαμβάνει ο ιερός Αυγουστίνος, κατά τον οποίο ο Θεός αυτοαγαπάται και αυτοέλκεται. Στα έργα που φέρουν το όνομα του αγίου Διονυσίου, ο Θεός ως αγάπη «εξίσταται», δηλαδή εξέρχεται από τον εαυτό Του και με μια κίνηση αγάπης πραγματοποιεί μια σχέση, η οποία επιτρέπει σε κάποιον ή κάτι άλλο να υπάρχει εν ελευθερία, και μάλιστα ως ετερότητα.
Στη θεολογία της Ανατολής ένα πρόσωπο ίσον κανένα πρόσωπο. Το πρόσωπο δεν αυτοκαθορίζεται, μάλλον ετεροκαθορίζεται. Όσο περισσότερο αποκόπτεται και απομονώνεται, τόσο λιγότερο είναι πρόσωπο· γίνεται άτομο.
του Ιωσήφ Τσαλαγανίδη,
επίτ. Προέδρου Αρείου Πάγου
Τεύχος Δεκεμβρίου 2024